τριθειούχος

τριθειούχος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
(για θειούχα ένωση) αυτός που περιέχει στο μόριό του τρία άτομα θείου («τριθειούχος φωσφόρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + θειούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ιω. Πύρλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”